- ἰχθυοτροφεῖον
- ἰχθυοτροφεῖονfish-pondneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰχθυοτροφεῖα — ἰχθυοτροφεῖον fish pond neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Писцина — (piscina, ίχθυοτροφεϊον) у древних римлян живорыбный садок, обыкновенно имевшийся в загородных виллах богатых людей, а также бассейн тепловатой воды для купанья в термах и резервуар в атрии или перистиле частных домов, в который стекалась… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ιχθυοτροφείο — το (Α ἰχθυοτροφεῑον) [ιχθυοτρόφος] κλειστός θαλάσσιος, λιμναίος ή ποτάμιος χώρος, ειδικά διαμορφωμένος για εκτροφή και αναπαραγωγή ψαριών είτε για εμπορική εκμετάλλευση είτε για επιστημονικούς σκοπούς, κν. διβάρι ή βιβάρι ή λιθάρι … Dictionary of Greek